- κρυφομιλώ
- (Μ κρυφομιλώ)μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, με σιγανή φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφομιλώ — και κρυφομιλάω μιλώ κρυφά, μιλώ με σιγανή φωνή, κρυφοκουβεντιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφοκουβεντιάζω — κουβεντιάζω κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ … Dictionary of Greek
κρυφομίλημα — το [κρυφομιλώ] ψιθυριστή ή μυστική συζήτηση, κρυφή συνομιλία … Dictionary of Greek
κρυφομιλητό — το [κρυφομιλώ] κρυφομίλημα … Dictionary of Greek
μυστηρολογώ — μυστηρολογῶ, έω (Μ) κρυφομιλώ, συνεννοούμαι μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *μυστηριολογώ < μυστήρ ιον + λογῶ*, εκτός και αν το α συνθετικό τής λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μυστήρ (πρβλ. μυστηρίς, μυστηρικός)] … Dictionary of Greek
κρυφοκουβεντιάζω — κρυφοκουβέντιασα, κρυφοκουβεντιάστηκα, κρυφοκουβεντιασμένος, κουβεντιάζω κρυφά, κρυφομιλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)